Παλαιοντολογία

Απολιθώματα – Παλαιοντολογία

Η περιοχή της Θερμοπηγής είχε την ευτυχή συγκυρία να παράσχει ιδανικές συνθήκες διατήρησης των λειψάνων των ζώων που έζησαν στην ευρύτερη περιοχή των Σερρών πριν από 7 εκατομμύρια χρόνια. Η Παλαιοντολογία είναι μια εναλλακτική πρόταση ανάπτυξης της Σιντικής με τα απολιθώματά της, που ως αδιάψευστοι μάρτυρες αποτελούν ιδανικό πλούτο γνώσεων του παρελθόντος, της Φυσικής Ιστορίας του τόπου και του παλαιοπεριβάλλοντός της. Η αειφόρος ανάπτυξη μπορεί να συνδυαστεί και με τη γεωλογία-γεωθερμία της περιοχής ως πόλος έλξης επισκεπτών, εφόσον στην περιοχή εντοπίζονται θερμές πηγές που αξιοποιούνται από τον Δήμο Σιντικής στη Λουτρόπολη της Θερμοπηγής και του Άγκιστρου. Με βάση το υδρογεωλογικό ενδιαφέρον, όπου οι αλλουβιακές αποθέσεις έχουν αυξημένη υδροπερατότητα, έχει διαπιστωθεί η παρουσία ενός αβαθούς θερμού υδροφορέα που εκφορτίζεται με ρηγματογενείς καρστικές πηγές. Η τροφοδοσία των πηγών σχετίζεται με τη γεωμετρία του συστήματος των ρηγμάτων που εντοπίστηκαν στην περιοχή. Η συνεχής και συστηματική παρακολούθηση της ποσότητας και της ποιότητας των υπόγειων νερών (θερμών και ψυχρών) συμβάλλει στη βιώσιμη διαχείρισή τους και την ορθολογική αξιοποίησή τους για την κάλυψη των υδρευτικών και αρδευτικών αναγκών (ψυχρά νερά), καθώς και την αξιοποίηση της γεωθερμικής ενέργειας (θερμά νερά Θερμοπηγής, Αγκίστρου).

Τεχνική των παλαιοντολογικών ανασκαφών στη Θερμοπηγή

Η τεχνική των παλαιοντολογικών ανασκαφών ακολουθεί συγκεκριμένους αυστηρούς κανόνες και πρωτόκολλα. Κατά την ανασκαφή του 2011, αρχικά απομακρύνθηκε το στείρο υλικό, υπερκείμενο του απολιθωματοφόρου ορίζοντα, μέχρι ύψος 30 εκατοστών πάνω από τα πρώτα απολιθώματα. Στη συνέχεια η ανασκαφή προχώρησε με λεπτομέρεια με χρήση ειδικών μικροεργαλείων, έτσι ώστε να αποκαλυφθούν τα πρώτα δείγματα προκειμένου να οριοθετηθούν τα όρια του σκάμματος. Έπειτα, κατασκευάστηκε κάνναβος στα επιθυμητά σημεία. Για τα όρια των τετραγώνων ανασκαφής χρησιμοποιήθηκαν μεταλλικοί πάσσαλοι σε απόσταση ενός μέτρου μεταξύ τους. Για την κατασκευή των τετραγώνων χρησιμοποιήθηκε χρωματιστό νήμα, ώστε να δημιουργηθεί ένα πλέγμα τετραγώνων πλευράς ενός μέτρου. Ο κάνναβος ήταν προσανατολισμένος προς το μαγνητικό Βορρά. Για την εύρεση του προσανατολισμού χρησιμοποιήθηκε γεωγραφική πυξίδα, ενώ για την οριζοντιοποίηση χρησιμοποιήθηκε αλφάδι. Με αυτόν τον τρόπο, κατέστη δυνατή η καταγραφή της ακριβούς θέσης του οστού, πριν αφαιρεθεί από το ίζημα. Οι μετρήσεις που καταγράφηκαν ήταν οι ακόλουθες: 1) το βάθος από το σταθερό σημείο αναφοράς “0” με χρήση αλφαδολάστιχου και μετροταινίας, 2) οι οριζόντιες αποστάσεις του δείγματος από τις πλευρές του τετραγώνου μέσα στο οποίο αποκαλύφθηκε, 3) ο προσανατολισμός (αζιμούθιο) από το μαγνητικό Βορρά και η κλίση του σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο με χρήση γεωγραφικής πυξίδας. Σε περίπτωση επιμήκων οστών οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν και στα δύο άκρα των δειγμάτων προκειμένου να μπορούμε με ασφάλεια να υπολογίσουμε εάν υπάρχει κάποια προτιμητέα διεύθυνση των οστών (π.χ. λόγω δράσης ποτάμιων ρευμάτων). Στον κάνναβο A-D μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι τα περισσότερα οστά είναι προσανατολισμένα σε μια διεύθυνση ΒΑ-ΝΔ. Σε περιπτώσεις οστών με πολύπλοκη επιφάνεια, όπως τα κρανία, οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν σε όσα σημεία κρίθηκε απαραίτητο προκειμένου να περιγραφεί η θέση με ακρίβεια. Οι μετρήσεις καταγράφηκαν σε φύλλα καταγραφής και σε ετικέτες, ενώ ταυτόχρονα με τις μετρήσεις δημιουργήθηκε και ενδεικτικό σχεδιάγραμμα των ανασκαφικών τετραγώνων. Σε κάθε οστό δόθηκε ένας συνεχόμενος Αριθμός Υπαίθρου (Field Number, FN), ο οποίος συνόδευε το δείγμα έως ότου καταγραφεί στον κατάλογο δειγμάτων με τον κωδικό SIT (Sintiki Thermopigi). Το τελευταίο στάδιο της καταγραφής ήταν η φωτογραφική τεκμηρίωση της θέσης των οστών με χρήση ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής και κλίμακας. Μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών της καταγραφής της θέσης, τα δείγματα αφαιρούνταν με προσοχή από το ίζημα μέσα σε πλαστικά σακουλάκια και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο εργαστήριο για καθαρισμό, συντήρηση και αρχειοθέτηση. Για όσα δείγματα ήταν μεγάλα σε μέγεθος ή ήταν αρκετά κακοδιατηρημένα πραγματοποιήθηκε η κατασκευή προστατευτικών καλουπιών για την ασφαλή μεταφορά τους στο εργαστήριο. Τέλος, χρησιμοποιήθηκαν γύψινα καλούπια για δείγματα με μεγάλο όγκο και βάρος, ενώ για μικρά δείγματα δημιουργήθηκαν καλούπια από αφρό πολυουρεθάνης ή απλές γάζες εμβαπτισμένες σε κόλλα.

Κοινοποίησέ το